- εντερορραγία
- η(ιατρ.), αιμορραγία που οφείλεται σε εντερορρηξία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εντερορραγία — η αιμορραγία των εντέρων … Dictionary of Greek